κονίασις

κονίασις
(-εως) η штукатурка (действие), побелка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κονίασις" в других словарях:

  • κονίασις — plastering with stucco fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάσεις — κονίασις plastering with stucco fem nom/voc pl (attic epic) κονίασις plastering with stucco fem nom/acc pl (attic) κονιά̱σεις , κονιάω plaster with lime aor subj act 2nd sg (attic epic doric) κονιά̱σεις , κονιάω plaster with lime fut ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίασιν — κονίασις plastering with stucco fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση …   Dictionary of Greek

  • κονιάσεως — κονιάσεω̆ς , κονίασις plastering with stucco fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»